- καθαρμοῖς
- καθαρμόςcleansingmasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθοσιώνω — (AM καθοσιῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι όσιο, ιερό, καθιερώνω 2. προσφέρω ως ανάθημα σε θεό, αφιερώνω αρχ. 1. αγνίζω, εξαγνίζω, καθαρίζω («ἱλασμοῑς τισι καὶ καθαρμοῑς... καθοσιώσας τὴν πόλιν», Πλούτ.) 2. αρραβωνιάζω, μνηστεύω 3. φρ. (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
κατοργιάζω — (Α) 1. μυώ κάποιον στα όργια ή τα μυστήρια τα σχετικά με τη λατρεία, καταρτίζω κάποιον στις τελετές τών μυστηρίων («ἱλασμοῑς τισι καὶ καθαρμοῑς καὶ ἱδρύσεσι κατοργιάσας καὶ καθοσιώσας τὴν πόλιν», Πλούτ.) 2. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.)… … Dictionary of Greek